Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2015

POEMES POUR LE CHIEN

(ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΥΛΟ)
Για τα μάτια της Claudine, που από την πρώτη μας συνάντηση μου καθήλωσαν στο μυαλό τους παρακάτω στίχους του Aragon:
"Tes yeux sont si profonds qu'en me penchant pour boire
J'ai vu tous les soleils y venir se mirer
S'y jeter à mourir tous les désespérés
Tes yeux sont si profonds que j'y perds la mémoire"
(Louis Aragon: Les yeux d'Elsa)
(Τα μάτια σου είναι τόσο βαθιά που μέσα τους βυθίζομαι να πιω
Είδα όλους τους ήλιους μέσα τους να θαυμάζουν
Ρίχνοντας στο θάνατο κάθε απελπισία
Τα μάτια σου είναι τόσο βαθιά που μέσα τους χάνω τη μνήμη)

Παρακάτω παραθέτω τέσσερα ποιήματα, που την ελεύθερη - ποιητική και όχι λεκτική απόδοσή τους στην Ελληνική από τη Γαλλική γλώσσα έκανα σήμερα το βράδυ, ξημερώνοντας στις 20 Σεπτεμβρίου του 2015, ως αφιέρωμα μιας ποιητικής βραδιάς στην Claudine, ένα χρόνο από το θάνατό της στις 20 Σεπτεμβρίου του 2014.
Το πρώτο ποίημα του Baudelaire έχει μια σκληρή αλληγορία στο γνωστό ύφος του ποιητή και το χρησιμοποίησα το 2013 σε ένα πολιτικό σχόλιό μου.
Το δεύτερο και το τρίτο είναι του Eluard από την ποιητική συλλογή με τίτλο "Les animaux et leurs hommes" (Τα ζώα και οι άνθρωποί τους) και υπότιτλο "Les hommes et leus animaux " (Οι άνθρωποι και τα ζώα τους), που μόνο από τον τίτλο και τον υπότιτλο της συλλογής υποδηλώνεται η πρόθεση του ποιητή να αποκαλύψει τις αδυναμίες των ανθρώπων μέσα από το σαρκασμό των χαρισμάτων των ζώων.

Έτσι, στο σκύλο βλέπει την ανθρώπινη υποταγή, στο πουλί την ανθρώπινη ελευθερία, στην κότα τον ανθρώπινο συμβιβασμό, κλπ, ενώ με το ποίημα "Animal rit" (Γελαστό ζώο) προβάλλει την καθολικότητα της χαράς ανάμεσα στα ζώα και τους ανθρώπους ως μια αναγκαιότητα της φύσης.

Το τελευταίο ποίημα του Neruda είναι πιο τρυφερό και ρεαλιστικό, χωρίς να του λείπει και μια αύρα υπαρξιακού συμβολισμού.
Η απόδοση αυτών των ποιημάτων ήταν το μόνο, που είχα τη δύναμη να κάνω σήμερα.
Charles Baudelaire
Από το "Petits poèmes en prose"
Le chien et le flacon
" - Mon beau chien, mon bon chien, mon cher toutou, approchez et venez respirer un excellent parfum acheté chez le meilleur parfumeur de la ville".
Et le chien, en frétillant de la queue, ce qui est, je crois, chez ces pauvres êtres, le signe correspondant du rire et du sourire, s’approche et pose curieusement son nez humide sur le flacon débouché ; puis, reculant soudainement avec effroi, il aboie contre moi en manière de reproche.
« - Ah ! misérable chien, si je vous avais offert un paquet d’excréments, vous l’auriez flairé avec délices et peut-être dévoré. Ainsi, vous-même, indigne compagnon de ma triste vie, vous ressemblez au public, à qui il ne faut jamais présenter des parfums délicats qui l’exaspèrent, mais des ordures soigneusement choisies. »
Από το "Μικρά ποιήματα σε πρόζα"
Το σκυλί και το μπουκάλι
" - Ομορφό μου σκυλί, καλό μου σκυλί, αγαπημένο μου σκυλάκι, πλησίασε κι' έλα να αναπνεύσεις το υπέροχο άρωμα, που αγόρασα από τον πιο ξακουστό αρωματοποιό της πόλης".
Και το σκυλί, κουνώντας την ουρά του, που θαρρώ είναι σ' αυτά τα φτωχά πλάσματα σημάδι ανάλογο με το γέλιο και το χαμόγελο, σιμώνει και βάζει με περιέργεια την υγρή μουσούδα του στο ξεταπωμένο μπουκάλι, κι ύστερα κάνοντας πίσω ξαφνικά με αηδία, γαυγίζει σαν να με κατσαδιάζει.
  " - Α! Κακόμοιρο σκυλί, αν σου είχα πασάρει ένα πακέτo με βρωμιές, θα το είχες απολαύσει, ίσως και καταβροχθίσει. Έτσι, εσύ ανάξιε σύντροφε της θλιβερής ζωής μου, μοιάζεις το κοινό, που δεν πρέπει να το προσφέρεις φίνα αρώματα που του απαγοητεύουν, αλλά καλοδιαλεγμένες βρωμιές".
Paul Eluard

Από το Les animaux et leurs hommes: Les hommes et leus animaux

Chien

Chien chaud,
Tout entier dans la voix, dans les gestes
De ton maître,
Prends la vie comme le vent,
Avec ton nez.
Reste tranquille.

Σκύλος

Σκύλος παιγνιδιάρης,
Ατόφιος στη φωνή, στις χειρονομίες
του αφεντικού.
Πάρε τη ζωή σαν τον άνεμο,
Με τη μύτη σου.
Μείνε ήσυχος.

Animal rit

Le monde rit,
Le monde est heureux, content et joyeux
La bouche s’ouvre, ouvre ses ailes et retombe.
Les bouches jeunes retombent,
Les bouches vieilles retombent.

Un animal rit aussi,
Étendant la joie de ses contorsions.
Dans tous les endroits de la terre
Le poil remue, la laine danse
Et les oiseaux perdent leurs plumes.

Un animal rit aussi
Et saute loin de lui-même.
Le monde rit,
Un animal rit aussi,
Un animal s’enfui

Γελαστό ζώο

Ο κόσμος γελάει,
Ο κόσμος είναι ευτυχισμένος, πλήρης και χαρούμενος.
Ανοίγει το στόμα, ανοίγει τα φτερά του και ξαναπέφτει.
Τα στόματα των νέων ξαναπέφτουν,
Τα στόματα των γέρων ξαναπέφτουν.

Ένα ζώο, επίσης, γελάει,
Πλατιάζοντας τη χαρά με τις ακροβασίες του.
Σ’ όλα τα μέρη της γης
Το τρίχωμα κινείται, χορεύει το μαλλί
Και τα πουλιά χάνουν τα πούπουλά τους.

Ένα ζώο, επίσης, γελάει
Σαλτάρει μακριά από τον εαυτό του.
Ο κόσμος γελάει,
Ένα ζώο, επίσης, γελάει,
Ένα ζώο δραπετεύει.


Pablo Neruda

Ode au chien

Le chien me demande
mais je ne réponds pas.
Il saute, court dans le champ
et me pose mille questions sans parler
ses yeux
sont deux questions humides
deux flammes liquides qui interrogent
mais je ne réponds pas
parce que je ne sais pas

Homme et chien
parcourant la campagne

Les feuilles brillent comme si quelqu’un les avait
embrassées une par une
les oranges jaillissent du sol
pour faire des petites planètes dans les arbres
rondes comme la nuit,
et vertes
chien et homme nous allons par les parfums du monde
foulant le trèfle
la campagne du Chili
dans les doigts clairs de septembre.

Le chien s’arrête,
poursuit les abeilles
saute un ruisseau turbulent
écoute des lointains aboiements
pisse sur une pierre
et vient me porter le bout de son museau
à moi, comme un cadeau.
Dans sa douce fraîcheur
en me communiquant sa tendresse
il me demande des yeux
pourquoi le jour, pourquoi la nuit
pourquoi le printemps ne porte rien dans son panier
pour les chiens errants
sinon des fleurs inutiles
des fleurs, des fleurs, toujours des fleurs.
Voila ce que me demande le chien
voilà ce que je ne réponds pas.

Nous allons, homme et chien
dans cet immense matin vert
réunis par le vide exaltant de la solitude
où seuls nous existons
l’unité parfaite,
chien rosée et poète
car il n’y a pas d’oiseau caché sans trille
ni de fleur secrète sans arôme
pour deux compagnons
nous
dans ce monde humidifié par la nuit
distillation verte
prairie balayée par des rafales d’air orangé
le chuchotement des racines
la vie en cheminant, en respirant,
et l’amitié ancestrale
la chance
d’être chien, d’être homme
converti en un seul animal
à six pattes
la queue couverte de rosée.

Ωδή στο σκύλο

Ο σκύλος με ρωτάει απαιτώντας
αλλά εγώ δεν αποκρίνομαι.
Πηδάει, τρέχει στον κάμπο
και μου βάζει χίλιες ερωτήσεις χωρίς
μιλιά
τα μάτια του
είναι δυο υγρά ερωτηματικά
δύο φλόγες ρευστές που απορούν
αλλά εγώ δεν αποκρίνομαι
γιατί δεν γνωρίζω

Άνθρωπος και σκύλος
πλανόδιοι στην εξοχή

Τα φύλλα λάμπουν σαν κάποιος να τα 'χει
ένα ένα αγκαλιασμένα
τα πορτοκάλια εκθλìβονται στο έδαφος
σαν μικροί πλανήτες μέσα στα δέντρα, γυροβολώντας σαν τη νύχτα,
και πράσινο
σκύλος και άνθρωπος
βαδίζουμε στις ευωδιές του κόσμου
κουραστικό το τριφύλλι
η εξοχή της Χιλής
μέσα στα φωτισμένα δάχτυλα του Σεπτέμβρη.

Ο σκύλος σταματάει,
κυνηγάει τις μέλισσες
πηδάει ένα γάργαρο ρυάκι
αφουγκράζεται τα μακρινά γαβγίσματα
κατουράει σε μια πέτρα
και μου φέρνει τη μουσούδα του
σαν ένα δώρο.
Μέσα στη γλυκιά φρεσκάδα της
μου κοινωνεί την τρυφερότητά της
με ρωτάει επίμονα με τα μάτια
γιατί η ημέρα, γιατί η νύχτα
γιατί η άνοιξη δεν φέρνει στο καλάθι της τίποτα
για τα αδέσποτα σκυλιά
παρά μονάχα περιττά λουλούδια
λουλούδια, πάντα λουλούδια.
Να, αυτό που με ρωτάει απαιτητικά ο σκύλος
να, αυτό που δεν αποκρίνομαι.

Πορευόμαστε, άνθρωπος και σκύλος
μέσα σ’ αυτό το απέραντο πράσινο πρωινό
φιλιωμένοι από το υπέροχο κενό της μοναξιάς
όπου μόνοι μας υπάρχουμε
η τέλεια ενότητα,
σκύλος τρυφερός και ποιητής
γιατί δεν υπάρχει κρυμμένο πουλί χωρίς κελάηδημα
ούτε μυστικό λουλούδι χωρίς άρωμα
για δυο συντρόφους
εμείς
μέσα σ’ αυτόν τον υγρόκοσμο της νύχτας
πράσινη απόσταξη
σαρωμένο λιβάδι από τις ριπές του πορτοκαλί ανέμου
ο ψίθυρος των ριζών
η ζωή βηματίζοντας, αναπνέοντας,
η προγονική φιλία
η τύχη
να είσαι σκύλος, να είσαι άνθρωπος
μεταμόρφωση σε ένα μόνο ζώο
με έξι πόδια
η ουρά σκεπάζει την τρυφερότητα.

Μια και άρχισα με τον Aragon, θα κλείσω πάλι με τον ιδιο ποιητή με ένα απόσπασμα από το έργο του "Les voyageurs de l'imperiale" (Αυτοκρατορικοί ταξιδιώτες):
La vie est un voyageur qui laisse traîner son manteau derrière lui, pour effacer ses traces”
(Η ζωή είναι ένας ταξιδιώτης, που σέρνει το πανωφόρι πίσω του να σβύσει τα ίχνη)
Από τη ζωή της Claudine, όμως, δεν έσβυσε και δεν θα σβύσει κανένα ίχνος, τουλάχιστον, μέχρι να σβύσουν τα ίχνη της δικής μου ζωής.