Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2015

ΤΟ ΣΚΟΥΜΠΡΙ

(ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΑΦΗΓΗΜΑ)
"Ευτελές δείπνον ου ποιεί παροινία" (Διογένης)
(Το φτωχικό δείπνο δεν προκαλεί παραφορά)
Βασική αρχή της Μαρξιστικής οικονομίας, όπως αναπτύσσεται στο "Κεφάλαιο", είναι ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας, που αντιπροσωπεύει το χρόνο που απαιτείται για την παραγωγή ενός εμπορεύματος σε μια συγκεκριμένη περίοδο ανάπτυξης της κοινωνίας και καθορίζει την αξία του κάθε εμπορεύματος στη διαδικασία της ανταλλαγής των εμπορευμάτων, είτε άμεσα, είτε μέσω του συναλλακτικό μέσου, του χρήματος.
Κάτω από αυτή την έννοια ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας δεν είναι μόνο μια οικονομετρική παράμετρος, αλλά και ένας συνεκτικός παράγοντας της κοινωνικής ισορροπίας.
Σήμερα, λοιπόν, Σάββατο προκειμένου να συνοδεύσω το λεγόμενο "κρέας του φτωχού" (χαρακτηρίζεται έτσι λόγω της υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνες), τη φασολάδα, με κάτι αλμυρό, βρέθηκα έκπληκτος μπροστά στη σχετική προθήκη πολυκαταστήματος.
Ένα σκουμπρί καπνιστό σε ασημοποίκιλτη θήκη προκαλούσε την πενία του Έλληνα με την τιμή των 16 ευρώ, δηλαδή 5.500 δραχμών, περίπου, για να μη ξεχνάμε και τις εθνικές μας καταβολές.
Αυτόματα στο μυαλό μου αναδείχθηκε η πολιτική οικονομία του Μαρξισμού για την αξία του εμπορεύματος και κατέληξα πως η αξία του ενός σκουμπριού είναι ίση με τρεις περίπου μέρες εννιάωρης κατά μέρα μνημονιοπασοκοσυριζονεοδημοκρατικής απασχόλησης ενός από τους πολλούς πρώην συναδέλφους μου, καθηγητές της μουσικής, που αναγκάζονται, λόγω της ανεργίας, να ταξιδεύουν από τη Θεσσαλονίκη σε επαρχιακές πόλεις για να διδάξουν στα δημοτικά ωδεία με το περιούσιο ωρομίσθιο των 5,20 ευρώ.
Η ανάλυση των αριθμών είναι τραγική:
6 ώρες εργασίας Χ 5,20 = 31,20 ευρώ.
Αν από το ποσό αυτό αφαιρεθούν τα έξοδα μετάβασης και επιστροφής (περίπου 20 ευρώ) και αυτά ενός μικρογεύματος, που δεν θα περιλαμβάνει, σίγουρα, σκουμπρί (περίπου 6 ευρώ) και προστεθούν 3 ώρες για τη μετάβαση και την επιστροφή, προκύπτει πως απαιτούνται τρεις μέρες εννιάωρης απασχόλησης για να προσφέρει ένας από αυτούς τους εργαζόμενους στην οικογένειά του ένα συνοδευτικό σκουμπρί, χωρίς το κύριο γεύμα της φασολάδας, που αν έχει την απαίτηση να ζητήσει και αυτό, θα χρειασθεί απασχόληση 6-7 ημερών για την εξασφάλιση των διατροφικών αναγκών της οικογένειάς του για μια μέρα.....
Μπροστά στο δίλημμα, να σπαταλήσω, τρώγοντας το χρόνο εργασίας τριών ημερών ενός συναδέλφου μου, αποφάσισα με τη σοφία του Αριστοτελικού "ουκ εν τω πολλώ το ευ, άλλ' εν τω ευ τω πολλώ" να συνοδεύσω τη φασολάδα μου με μεταλλικό κουτί πλήρους αντζούγιας καθαρού βάρους 15 γραμμαρίων και κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας μόλις μιας μέρας των εννέα ωρών των προαναφερθέντων συναδέλφων μου.
Τρώγοντάς, όμως, μου κάθισε στο λαιμό το πρώτο κομμάτι της αντζούγιας, γιατί έντρομος συνειδητοποίησα, πως ένα γραμμάριό της αντιστοιχεί με 0,6 ώρες εργασίας, τουτέστιν 2 σονάτες του Bach ή του Mozart ή 1,5 περίπου σονάτα από τις μεγάλες του Beethoven ή 1 κοντσέρτο του Tchaikovsky, κλπ..., που χόρτασα μόνο με τη σκέψη, πως καταναλώνοντας 5 γραμμάρια αντζούγιας, ως το 1/3 της οικογένειας, θα έτρωγα τόσα πολλά έργα μέσα σε τόσο λίγο χρόνο, που θα απαιτούνταν χωνευτικά σκευάσματα, που με τη σειρά τους θα απαιτούσαν μεγάλο κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας, ισοδύναμο με πολύ περισσότερες σονάτες και κοντσέρτα, που δύσκολα θα απέφευγα την τύχη του συναδέλφου μας διθυραμβοποιού από τα Κύθηρα Φιλόξενου (435-380/379 π.Χ.), που πέθανε από την πολυφαγία.
Ποιος δεν θυμάται το ευφυολόγημα "μιάμιση σαρδέλλα μιάμιση δραχμή, τρεις σαρδέλλες πόσες δραχμές;", που λόγω της ευρωπαϊκής πλέον προοπτικής της χώρας μας θα μπορούσε να "επικαιροποιηθεί", όπως λένε και οι μνημονιομαλάκες, με το "μιάμιση σονάτα ενάμιση ευρώ, τρεις σονάτες πόσα ευρω;"
Μια και άρχισα με τον κυνικό φιλόσοφο Διογένη, ας κλείσω με τον ίδιο, γιατί μόνο με κυνισμό και σαρκασμό μπορεί να αντιμετωπιστεί το "Ωδείον Πρόβλημα" (κατά το Δήλειον Πρόβλημα του διπλασιασμού του κύβου):
"Πενία αυτοδίδακτος αρετή".
Και η μουσική, πολύ συχνά, όπως και η επανάσταση πάντα, είναι αυτοδίδακτες αρετές.
ΥΓ. Ο Φιλόξενος έζησε στην αυλή του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου, του οποίου κατέκρινε τα ποιήματα, γι αυτό και ο τύραννος τον φυλάκισε στο λατομείο.
Όταν τον αποφυλάκισε και του ζήτησε πάλι να κρίνει τα έργα του, ο Φιλόξενος απάντησε να τον οδηγήσουν ξανά στο λατομείο.

 Τα έργα των σύγχρονων τυράννων έχασαν το ρομαντισμό τους και δεν είναι ποιητικά, αλλά οικονομικά και οδηγούν στο λατομείο του κοινωνικού αποκλεισμού το λαό.